- καταδάπτω
- κατα-δάπτω, aor. κατέδαψαν: tear, devour; met., ἦτορ καταδάπτεται, Od. 16.92.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταδάπτω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω τις σάρκες («μή με ἔα... κύνας καταδάψαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek
καταδάψαι — καταδάπτω devour aor inf act καταδάψαῑ , καταδάπτω devour aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδαπτον — καταδάπτω devour imperf ind act 3rd pl καταδάπτω devour imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδάπτεται — καταδάπτω devour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδαπτε — καταδάπτω devour imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδαψαν — καταδάπτω devour aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδαψε — καταδάπτω devour aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδάπτετ' — καταδάπτετε , καταδάπτω devour pres imperat act 2nd pl καταδάπτετε , καταδάπτω devour pres ind act 2nd pl καταδάπτεται , καταδάπτω devour pres ind mp 3rd sg καταδάπτετο , καταδάπτω devour imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) καταδάπτετε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδαρδάπτω — (Α) καταδάπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαρδάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek